απουσια

απουσια
    ἀπουσία
    ἀπ-ουσία
    ἥ
    1) отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.
    2) нехватка, недостаток
    

(ἀ. πολλή Arst.)

    3) убыль
    

ὀλίγης ἀπουσίας γεγενημένης Diod. — с потерей небольшого количества

    4) истечение семени
    

(Ἕλληνες τέν τοῦ σπέρματος πρόεσιν ἀπουσίαν καλοῦσι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απουσια" в других словарях:

  • ἀπουσία — ἀπουσίᾱ , ἀπουσία absence fem nom/voc/acc dual ἀπουσίᾱ , ἀπουσία absence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίᾳ — ἀπουσίαι , ἀπουσία absence fem nom/voc pl ἀπουσίᾱͅ , ἀπουσία absence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απουσία — η (AM ἀπουσία) [άπειμι] 1. το να μην παρευρίσκεται κανείς κάπου, το να είναι απών 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απουσιάζει κάποιος, η διάρκεια της απουσίας 3. έλλειψη, ανυπαρξία νεοελλ. 1. (για μαθητές ή εργαζόμενους) η μη προσέλευση στο… …   Dictionary of Greek

  • απουσία — η 1. το να μην είναι κανείς παρών κάπου: Η απουσία σου από τη συντροφιά μας έγινε αισθητή. 2. το να μην πάει ένας μαθητής στο σχολειό: Έχεις πολλές απουσίες σ όλα τα μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπουσίας — ἀπουσίᾱς , ἀπουσία absence fem acc pl ἀπουσίᾱς , ἀπουσία absence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

  • ἀπουσίαι — ἀπουσία absence fem nom/voc pl ἀπουσίᾱͅ , ἀπουσία absence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίαν — ἀπουσίᾱν , ἀπουσία absence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίαις — ἀπουσία absence fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσίῃ — ἀπουσία absence fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»